- λεβεντογυναίκα
- ηγυναίκα λεβέντισσα: Οι λεβεντογυναίκες του Ζαλόγγου θυσιάστηκαν για την ελευθερία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεβεντογυναίκα — η γυναίκα με ωραία ή αρρενωπή κορμοοτασιά, που συνήθως συνδυάζει και δυναμικότητα στον χαρακτήρα ή και ανώτερα πνευματικά και ψυχικά προτερήματα … Dictionary of Greek